φωτεινοί

φωτεινοί
φωτεινός
shining
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… …   Dictionary of Greek

  • αντιβασιλεία — Η άσκηση της βασιλικής εξουσίας από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που αντικαθιστούν τον βασιλιά στις εξής περιπτώσεις: όταν είναι ανήλικος, όταν εξαιτίας μακρόχρονης αρρώστιας δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ή όταν δεν υπάρχει διάδοχος του… …   Dictionary of Greek

  • διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …   Dictionary of Greek

  • καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • τηλεχειρισμός — Σύστημα, συνήθως ηλεκτρικό, που επιτρέπει τον χειρισμό μηχανών, συσκευών, οργάνων κλπ. από απόσταση. Σε πολλές εγκαταστάσεις είναι χρήσιμο να χειριζόμαστε τα διάφορα όργανα που συνθέτουν ένα σύνολο από ένα ή περισσότερα κεντρικά σημεία, είτε για… …   Dictionary of Greek

  • ακουαρέλα ή υδατογραφία — Ζωγραφική κυρίως επάνω σε χαρτί ή σε μεταξωτό, με χρώματα διαλυμένα σε νερό, μαζί με λίγη κόλλα που τους εξασφαλίζει συνεκτικότητα. Αντίθετα από την γκουάς, όπου τα χρώματα είναι αδιαφανή, στην α. τα χρώματα είναι διαφανή και αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

  • αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη …   Dictionary of Greek

  • Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”